ρήο

ρήο
το / ῥῆον, ΝΜΑ, και ῥᾱ και ῥία και ῥέον Α
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια πολυγονίδες της τάξης πολυγονώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από το όνομα τού παραπόταμου τού Βόλγα, Ra (πρβλ. λατ. rhā [ponticum], αγγλ. rheum)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ρηοδεψικός — ή, ό, Ν αυτός που παράγεται από τα οξέα τού φυτού ρήο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρήο + δεψικός (< δέψη)] …   Dictionary of Greek

  • ρέον — (I) οντος, τὸ, Α είδος ποτηριού, το ῥυτόν* («ῥέοντα δώδεχ ὧν τὰ μὲν δέκ ἀργυρᾱ ἦν», Αστυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ῥυτόν* < ρ. ῥέω]. (II) τὸ, ΜΑ βλ. ρήο …   Dictionary of Greek

  • ρίβης — και ρήβης και ρίβος, ο, Ν βοτ. επιστημονική ονομασία τού γένους τών φραγκοστάφυλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ribes < νεολατ. ribes < αραβ. rībās «ρήο»] …   Dictionary of Greek

  • ραβέντι — και ρεβέντι, το, Ν η ρίζα τού ποώδους και φαρμακευτικού φυτού ρήο, το οποίο αποτελεί τονωτικό και ήπιο καθαρτικό φάρμακο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”