- ρήο
- το / ῥῆον, ΝΜΑ, και ῥᾱ και ῥία και ῥέον Αβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια πολυγονίδες της τάξης πολυγονώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από το όνομα τού παραπόταμου τού Βόλγα, Ra (πρβλ. λατ. rhā [ponticum], αγγλ. rheum)].
Dictionary of Greek. 2013.